- εὐδράνειαν
- εὐδράνειαbodily strength and healthfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδράνεια — εὐδράνεια, ἡ (Α) [ευδρανής] σωματική δύναμη και υγεία («τὸ ἀδρανέστατον ταῑς χερσὶν εὐδράνειαν αἰτεῑται», ΠΔ) … Dictionary of Greek